Πριν ακόμη αναλύσουμε τον τρόπο, με τον οποίο επιχειρείται η «άλωση της Ευρωζώνης», θεωρούμε σκόπιμη την περιληπτική, μικρή αναφορά μας στα ασφαλιστήρια πιστωτικών κινδύνων (CDS – Credit Default Swaps).
Ειδικότερα λοιπόν, αυτός που παρέχει σε κάποιον άλλο ένα δάνειο, διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει τα χρήματα του. Έναντι του ρίσκου που αναλαμβάνει, χρεώνει με τόκους αυτόν, στον οποίο εγκρίνει τη συγκεκριμένη πίστωση (αυτή τουλάχιστον είναι η «επίσημη ερμηνεία», η δικαιολογία καλύτερα των τοκογλύφων). Όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να χάσει τα χρήματα του ο δανειστής, τόσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο που χρεώνει.
Με τη βοήθεια των ασφαλιστηρίων πιστωτικών κινδύνων τώρα οι δανειστές, οι οποίοι αγοράζουν ένα τέτοιο συμβόλαιο, προστατεύονται από την ενδεχόμενη απώλεια των χρημάτων, τα οποία δανείζουν. Έναντι αυτού (προστασία), πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ασφάλιστρο, το οποίο βασίζεται στην ονομαστική αξία των πιστώσεων που παρέχουν (κεφάλαιο).
Όταν τώρα ο δανειστής πληρώνει ασφάλιστρα κινδύνου ίσα με 1.000 μονάδες βάσης (10% του κεφαλαίου), τότε είναι ουσιαστικά υποχρεωμένος να τα χρεώσει στον οφειλέτη – επί πλέον του επιτοκίου, το οποίο θα ήθελε να κερδίσει. Θεωρώντας αυτό το επιτόκιο ίσο με το 3%, όσον αφορά τα ομόλογα της Ευρωζώνης, με αυτό δηλαδή που «χρεώνεται» το γερμανικό ομόλογο, τότε ο δανειστής θα πρέπει να χρεώσει τον οφειλέτη το λιγότερο με 13% (το 10% για τα ασφάλιστρα που πληρώνει και το 3% για το «κέρδος» του – για το «ρίσκο» του, όπως χαρακτηρίζουν έντεχνα το κέρδος τους οι διεθνείς τοκογλύφοι).
Η διαφορά αυτή «εμφανίζεται» στα γνωστά μας (Credit) Spreads («διαφορικά» επιτόκια») – μία ονομασία, η οποία στα ομόλογα δεν αναφέρεται στην απόλυτη κερδοφορία τους, αλλά στον επί πλέον τοκισμό τους, σε σχέση με το επιτόκιο ενός άλλου ομολόγου ιδίας διαρκείας (10ετές κλπ), το οποίο θεωρείται «μηδενικού ρίσκου» (στην περίπτωση της Ευρωζώνης το ομόλογο του γερμανικού δημοσίου, με επιτόκιο περί το 3%). Όταν λοιπόν τα Spreads των δεκαετών ομολόγων του Ελληνικού δημοσίου καταγράφουν την τιμή των 1.075 μονάδων βάσης, με τα CDS στις 1.000 μονάδες βάσης (για παράδειγμα), τότε το επιτόκιο, με το οποίο θα μπορούσε (θεωρητικά) να δανεισθεί το Ελληνικό δημόσιο, θα ήταν 13,75% και όχι 13%.
Περαιτέρω, εάν ο οφειλέτης (κράτη, επιχειρήσεις κλπ) δεν μπορέσει να επιστρέψει το δάνειο του, εάν χρεοκοπήσει δηλαδή, τότε ο δανειστής πληρώνεται από τον ασφαλιστή. Κατ’ επέκταση, τα εξασφαλισμένα με CDS δάνεια που παρέχουν οι τράπεζες δεν εγγράφονται σαν τέτοια στα βιβλία τους – οπότε συνήθως δεν απαιτείται η διατήρηση του ελάχιστου αποθεματικού (fractional reserve) στις κεντρικές τράπεζες (αυτός ήταν ο κύριος λόγος της επιτυχίας των CDO’s, των χρηματοπιστωτικών προϊόντων δηλαδή που είχαν «συσκευάσει» μαζί πολλές δανειακές «συμβάσεις» διαφορετικού ρίσκου και τα οποία οδήγησαν το σύστημα σχεδόν στην κατάρρευση του).
Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ το τεράστιο ρίσκο των ασφαλιστικών εταιρειών, στην περίπτωση της χρεοκοπίας ενός κράτους – το οποίο είχαμε τονίσει, όσον αφορά την Ελλάδα, στο άρθρο μας «Ασφαλιστική βόμβα μεγατόνων» (επίσης σε προηγούμενο, το οποίο αφορούσε την AIG σε σχέση με τη Lehman Brothers).
Για παράδειγμα, εάν μία χώρα ασφαλισμένη με CDS 1.000 μονάδων βάσης (10%) χρεοκοπήσει τον πρώτο χρόνο της ασφάλισης της, τότε η ασφαλιστική εταιρεία είναι υποχρεωμένη να πληρώσει το δεκαπλάσιο των ασφαλίστρων που έχει εισπράξει – ενώ οι διεθνείς κερδοσκόποι, οι οποίοι αγοράζουν τα ασφάλιστρα «μοχλευμένα» (leverage), επενδύοντας ελάχιστα χρήματα (έως και 1%) στην αγορά παραγώγων, θα υποχρεώνονταν σε πολλαπλάσιες ζημίες.
Όμως, η ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας τον Μάιο του 2010, εντός του πρώτου έτους δηλαδή της ασφάλισης της με CDS χαμηλότερα των 200 μονάδων βάσης (2%) κατά μέσον όρο, θα κόστιζε στις ασφαλιστικές εταιρείες το 50πλάσιο – στους δε κερδοσκόπους ασύλληπτα ποσά (σήμερα, στις ασφαλιστικές εταιρείες, «μόλις» τα δεκαπλάσια – αντίστοιχα χαμηλότερα στους κερδοσκόπους). Επομένως, η «διάσωση» της ήταν το λιγότερο υποχρεωτική – γεγονός που δυστυχώς δεν «εκμεταλλεύθηκε» (σκόπιμα ή λόγω ανεπάρκειας) η κυβέρνηση μας, εις βάρος όλων των Ελλήνων Πολιτών.
Κλείνοντας, τα ασφαλιστήρια (CDS) διαπραγματεύονται στις χρηματιστηριακές αγορές ελεύθερα – χωριστά δηλαδή από τα δάνεια (ομόλογα κλπ), τα οποία ασφαλίζουν, ενώ χρησιμοποιούνται τόσο για τον περιορισμό των επενδυτικών ρίσκων, όσο και για τη διασπορά των κινδύνων. Μπορούν όμως επίσης να χρησιμοποιηθούν με στόχο την κερδοσκοπία – για παράδειγμα, ως στοιχήματα σε σχέση με την πτώχευση μίας επιχείρησης ή ενός κράτους. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαν να ασφαλίζει κάποιος το σπίτι του γείτονα έναντι πυρκαγιάς – με αποτέλεσμα να έχει σημαντικό κίνητρο, για να το «πυρπολήσει» ο ίδιος.
Πηγή
Ειδικότερα λοιπόν, αυτός που παρέχει σε κάποιον άλλο ένα δάνειο, διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει τα χρήματα του. Έναντι του ρίσκου που αναλαμβάνει, χρεώνει με τόκους αυτόν, στον οποίο εγκρίνει τη συγκεκριμένη πίστωση (αυτή τουλάχιστον είναι η «επίσημη ερμηνεία», η δικαιολογία καλύτερα των τοκογλύφων). Όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να χάσει τα χρήματα του ο δανειστής, τόσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο που χρεώνει.
Με τη βοήθεια των ασφαλιστηρίων πιστωτικών κινδύνων τώρα οι δανειστές, οι οποίοι αγοράζουν ένα τέτοιο συμβόλαιο, προστατεύονται από την ενδεχόμενη απώλεια των χρημάτων, τα οποία δανείζουν. Έναντι αυτού (προστασία), πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ασφάλιστρο, το οποίο βασίζεται στην ονομαστική αξία των πιστώσεων που παρέχουν (κεφάλαιο).
Όταν τώρα ο δανειστής πληρώνει ασφάλιστρα κινδύνου ίσα με 1.000 μονάδες βάσης (10% του κεφαλαίου), τότε είναι ουσιαστικά υποχρεωμένος να τα χρεώσει στον οφειλέτη – επί πλέον του επιτοκίου, το οποίο θα ήθελε να κερδίσει. Θεωρώντας αυτό το επιτόκιο ίσο με το 3%, όσον αφορά τα ομόλογα της Ευρωζώνης, με αυτό δηλαδή που «χρεώνεται» το γερμανικό ομόλογο, τότε ο δανειστής θα πρέπει να χρεώσει τον οφειλέτη το λιγότερο με 13% (το 10% για τα ασφάλιστρα που πληρώνει και το 3% για το «κέρδος» του – για το «ρίσκο» του, όπως χαρακτηρίζουν έντεχνα το κέρδος τους οι διεθνείς τοκογλύφοι).
Η διαφορά αυτή «εμφανίζεται» στα γνωστά μας (Credit) Spreads («διαφορικά» επιτόκια») – μία ονομασία, η οποία στα ομόλογα δεν αναφέρεται στην απόλυτη κερδοφορία τους, αλλά στον επί πλέον τοκισμό τους, σε σχέση με το επιτόκιο ενός άλλου ομολόγου ιδίας διαρκείας (10ετές κλπ), το οποίο θεωρείται «μηδενικού ρίσκου» (στην περίπτωση της Ευρωζώνης το ομόλογο του γερμανικού δημοσίου, με επιτόκιο περί το 3%). Όταν λοιπόν τα Spreads των δεκαετών ομολόγων του Ελληνικού δημοσίου καταγράφουν την τιμή των 1.075 μονάδων βάσης, με τα CDS στις 1.000 μονάδες βάσης (για παράδειγμα), τότε το επιτόκιο, με το οποίο θα μπορούσε (θεωρητικά) να δανεισθεί το Ελληνικό δημόσιο, θα ήταν 13,75% και όχι 13%.
Περαιτέρω, εάν ο οφειλέτης (κράτη, επιχειρήσεις κλπ) δεν μπορέσει να επιστρέψει το δάνειο του, εάν χρεοκοπήσει δηλαδή, τότε ο δανειστής πληρώνεται από τον ασφαλιστή. Κατ’ επέκταση, τα εξασφαλισμένα με CDS δάνεια που παρέχουν οι τράπεζες δεν εγγράφονται σαν τέτοια στα βιβλία τους – οπότε συνήθως δεν απαιτείται η διατήρηση του ελάχιστου αποθεματικού (fractional reserve) στις κεντρικές τράπεζες (αυτός ήταν ο κύριος λόγος της επιτυχίας των CDO’s, των χρηματοπιστωτικών προϊόντων δηλαδή που είχαν «συσκευάσει» μαζί πολλές δανειακές «συμβάσεις» διαφορετικού ρίσκου και τα οποία οδήγησαν το σύστημα σχεδόν στην κατάρρευση του).
Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ το τεράστιο ρίσκο των ασφαλιστικών εταιρειών, στην περίπτωση της χρεοκοπίας ενός κράτους – το οποίο είχαμε τονίσει, όσον αφορά την Ελλάδα, στο άρθρο μας «Ασφαλιστική βόμβα μεγατόνων» (επίσης σε προηγούμενο, το οποίο αφορούσε την AIG σε σχέση με τη Lehman Brothers).
Για παράδειγμα, εάν μία χώρα ασφαλισμένη με CDS 1.000 μονάδων βάσης (10%) χρεοκοπήσει τον πρώτο χρόνο της ασφάλισης της, τότε η ασφαλιστική εταιρεία είναι υποχρεωμένη να πληρώσει το δεκαπλάσιο των ασφαλίστρων που έχει εισπράξει – ενώ οι διεθνείς κερδοσκόποι, οι οποίοι αγοράζουν τα ασφάλιστρα «μοχλευμένα» (leverage), επενδύοντας ελάχιστα χρήματα (έως και 1%) στην αγορά παραγώγων, θα υποχρεώνονταν σε πολλαπλάσιες ζημίες.
Όμως, η ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας τον Μάιο του 2010, εντός του πρώτου έτους δηλαδή της ασφάλισης της με CDS χαμηλότερα των 200 μονάδων βάσης (2%) κατά μέσον όρο, θα κόστιζε στις ασφαλιστικές εταιρείες το 50πλάσιο – στους δε κερδοσκόπους ασύλληπτα ποσά (σήμερα, στις ασφαλιστικές εταιρείες, «μόλις» τα δεκαπλάσια – αντίστοιχα χαμηλότερα στους κερδοσκόπους). Επομένως, η «διάσωση» της ήταν το λιγότερο υποχρεωτική – γεγονός που δυστυχώς δεν «εκμεταλλεύθηκε» (σκόπιμα ή λόγω ανεπάρκειας) η κυβέρνηση μας, εις βάρος όλων των Ελλήνων Πολιτών.
Κλείνοντας, τα ασφαλιστήρια (CDS) διαπραγματεύονται στις χρηματιστηριακές αγορές ελεύθερα – χωριστά δηλαδή από τα δάνεια (ομόλογα κλπ), τα οποία ασφαλίζουν, ενώ χρησιμοποιούνται τόσο για τον περιορισμό των επενδυτικών ρίσκων, όσο και για τη διασπορά των κινδύνων. Μπορούν όμως επίσης να χρησιμοποιηθούν με στόχο την κερδοσκοπία – για παράδειγμα, ως στοιχήματα σε σχέση με την πτώχευση μίας επιχείρησης ή ενός κράτους. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαν να ασφαλίζει κάποιος το σπίτι του γείτονα έναντι πυρκαγιάς – με αποτέλεσμα να έχει σημαντικό κίνητρο, για να το «πυρπολήσει» ο ίδιος.
Πηγή